Κάμα Σούτρα — Σανσκριτικό κείμενο, γραμμένο από τον Ινδό σοφό Βατσιανάγια Μαλανάγκα μεταξύ 4oυ και 7oυ αι. μ.Χ. Περιέχει κανόνες σχετικά με την ερωτική ζωή των Ινδών και, παρά τον έντονο ερωτικό χαρακτήρα του, αποτελεί μέρος της θρησκευτικής φιλολογίας της… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σεξολογία — Κλάδος επιστημονικών ερευνών που ασχολείται με τα σεξουαλικά προβλήματα. Λέγεται και σεξουαλισμός, από τη λατινική λέξη sexualismus (γενετήσια ορμή). Τα αρχαιότερα μυθολογικά συστήματα, όπως τα κείμενα για τον έρωτα Κάμα Σούτρα, Κλωνάρια… … Dictionary of Greek
τένται — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που την εισήγαγε από την Κίνα το 806 ο Ντενγκιό Νταϊσί (767 822). Στην Κίνα ονομαζόταν Τ’ιέν – τ’άι, από την ονομασία μιας μονής της επαρχίας της Τσεκιάνγκ, από την οποία εξαπλώθηκε τον 6o αι. Βασισμένη στη διδασκαλία… … Dictionary of Greek
τεντάι — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που την εισήγαγε από την Κίνα το 806 ο Ντενγκιό Νταϊσί (767 822). Στην Κίνα ονομαζόταν Τ’ιέν – τ’άι, από την ονομασία μιας μονής της επαρχίας της Τσεκιάνγκ, από την οποία εξαπλώθηκε τον 6o αι. Βασισμένη στη διδασκαλία… … Dictionary of Greek
εμακιμονό — Ιαπωνική λέξη που αναφέρεται στις αρχέγονες μορφές του εικονογραφημένου βιβλίου, οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά τις περιόδους Xεϊάν και Kαμακούρα. Πρόκειται για ζωγραφικά έργα, φιλοτεχνημένα μαζί με γραπτές περικοπές, σε μακριές λωρίδες χαρτιού,… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πατάντζαλι — (Patanzali, 2ος αι. π.Χ.). Ινδός φιλόσοφος. Επεξεργάστηκε προβλήματα της φιλοσοφίας (του διαδοχικού συστήματος της ινδικής φιλοσοφίας Σάνκια), της ιατρικής (πολλές ιδέες του Π. ενσωματώθηκαν στην πραγματεία Σαράκα), καθώς και της καλλιτεχνικής… … Dictionary of Greek